- συνουσιωμένος
- σύν-οὐσιόωinvest with beingperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνουσιωμένως — Α επίρρ. 1. ουσιαστικά 2. κυρίως, βασικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνουσιωμένος τού συνουσιῶ «ενώνομαι ουσιωδώς με κάποιον» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
ԷԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0759 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c ա. συνών ὀμοούσιος ejusdem essentiae, consubstantialis Բնութենակից. իսկակից. համագոյ. *Ցուցաւ էակից միշտ եւ գոյակից հօր. Կիւրղ. գանձ.: *Էակիցն հօր անդրանիկն որդի: Ի փառս էակցի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)